- μοδίστα
- ηβλ.μοδίστρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μοδίστρα — και μοδίστα, η αυτή που κάνει κοπτική και ραπτική γυναικείων ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μοδίστα < γαλλ. modiste (< mode «μόδα» < λατ. modus «τρόπος») Το ρ τού μοδίστρα αναλογικά προς το ράφ τρα] … Dictionary of Greek
μοδίστρα — μοδίστρα, η και μοδίστα, η (λ. ιταλ.), αυτή που ράβει επαγγελματικά γυναικεία ρούχα (υποκορ. μοδιστρούλα, η και μοδιστράκι, το) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)